- πτυχωσιγενής
- -ές, Νγεωλ. αυτός που έχει σχηματιστεί από πτυχώσεις τού στερεού φλοιού τής Γης («πτυχωσιγενής οροσειρά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύχωση / πτύχωσις + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. εκρηξι-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek